«Πότε κρεμιέται από τις τιράντες σ’ ένα ψηλό δέντρο για να την κάνει να γελάσει, πότε παίρνει ένα τραπέζι και μία καρέκλα και μπαίνει στη θάλασσα ντυμένος «γκραν» που λένε, για να παραγγείλει και να πιει τελικά καφέ μέσα στα κύματα. Και όλα αυτά για να δει λίγο μισοφέγγαρο στα χείλη της μικρής Δουλτσινέας».
Η παραπάνω σκηνή δεν αποτελεί κατόρθωμα κάποιου ιππότη που εμφανίζεται σε μία ορισμένη πρωταρχική σκηνή των ονείρων… Ανήκει στο μοναδικό και πολυσχιδή Κλέωνα Τριανταφύλλου, ή αλλιώς, τον γνωστό Αττίκ που κατάφερε με το ευφυές της προσωπικότητάς του, να κατακτήσει το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Η ειδυλλιακή εικόνα στη θάλασσα και τα κύματα που έχει ως αποδέκτη της, τη μικρή Ναυσικά Παλαμά, κόρη του μεγάλου ποιητή, για την οποία ο Αττίκ έτρεφε ένα μικρό και πολύ τρυφερό αίσθημα, βρίσκεται καταχωρημένη στο βιβλίο της Δανάης Στρατηγοπούλου με τον τίτλο: ΑΤΤΙΚ.
Πηγαίος ποιητής, μουσικός, συνθέτης, συγγραφέας, ηθοποιός και διδάσκαλος είναι μονάχα ορισμένοι από τους τίτλους που μπορούν να αποδοθούν στο όνομά του. «Εμιμείτο πολύ ωραία τι νομίζετε; Τη μύγα. Άκουγε το βουητό το οποίο εμιμείτο θαυμάσια. Του άρεσε από μικρός να χαζεύει στα τζάμια τις μύγες. Πώς ερωτεύονταν, πώς πήγαιναν δυο δυο, πώς μιλούσε μια μύγα στην άλλη», θυμάται η ανιψιά του Πέλεια (και πολύ ξεχωριστό, δικό μου πρόσωπο στη ζωή), το Σεπτέμβριο του 2008, στην Καθημερινή.
Σύμφωνα με τα βιογραφικά στοιχεία που παραθέτει η ίδια, ο Αττίκ γεννιέται το 1885 στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου. Μετά τις νομικές τους σπουδές, ο Κλέων μαζί με τον αδερφό του, Κίμων φεύγουν για το Παρίσι, όπου και ασχολούνται με τη μουσική. Γρήγορα, ο Αττίκ γίνεται περιζήτητος στα μεγαλύτερα κέντρα του Παρισιού με το επίθετο «Τριανταφύλλου». «Οι Γάλλοι συνάδελφοί του συνήθιζαν να τον πειράζουν. Το «φυλλού» στα Γαλλικά πάει να πει μπαγαπόντης», εξηγεί η ανιψιά του. «Και έλεγε: αυτό πρέπει να το αλλάξω. Το έκοψε και το έκανε «Τριανταφύλλ». Αλλά ήταν μακρόσυρτο. Και σκεφτόταν: κάτι που να θυμίζει και Ελλάδα και να διαβάζεται στα Λατινικά. Έτσι κατέληξε στο Αττίκ. Και από τότε δεν το άλλαξε».
Λόγω της ασθένειας της αδερφής του Νόρας πολύ γρήγορα γυρίζει πίσω στην Ελλάδα. Η Αθήνα δεν του κόβει τα φτερά. Αντιθέτως, εδώ ανακαλύπτει την έφεσή του στο στίχο. Το 1930, γίνεται ο πρωταγωνιστής στη «Μάντρα» στον πολλαπλό ρόλο πιανίστα, συνθέτη, τραγουδιστή, μίμου, ηθοποιού και «κονφερασιέ». Ο αυτοσχεδιασμός πάνω στη σκηνή ήταν το στοιχείο του, ενώ ο ίδιος αποτελεί τον εμπνευστή του one-man show στην Ελλάδα, αλλά και τον δημιουργό του ταυτόχρονου διπλού σφυρίγματος. Από τα χείλη του ηχεί μία διπλή μελωδία, ισάξια με δύο πνευστά μουσικά όργανα και φυσικά, στη Μάντρα επιστρατεύει το χιούμορ του μπροστά σε κάθε έντονα συναισθηματική του φόρτιση.
Το τέλος έρχεται στις 28 Αυγούστου του 1944. Ο θάνατος της αγαπημένης του μητέρας μόλις, τέσσερα χρόνια πριν, το άσβεστος μίσος του για τους Γερμανούς κατακτητές, το γεγονός ότι δεν προλαβαίνει έγκαιρα να μεσολαβήσει για να σωθούν τα δύο παιδιά συνεργάτη του από τη Μάντρα κλονίζουν τον εύθραυστο χαρακτήρα του και τον κάνουν να σοβαρολογήσει για πρώτη φορά για την αυτοκτονία, παρά το γεγονός ότι σε όλη του τη ζωή αστειευόταν, απειλώντας με αυτή.
Πείτε με ρετρό, αλλά οι μελωδίες του και η μουσική εκείνης της περιόδου γενικότερα είναι λατρεμένη. Σε ταξιδεύει, σε κάνει να αισθάνεσαι, να χαμογελάς, να ονειρεύεσαι και να γίνεσαι λίγο παιχνιδιάρης...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολύ ωραίο άρθρο, Έλενα μου, πολύ! Μπράβο!
Σε ευχαριστώ τόοοσο πολύ Παναγιώτα μου!! Κάθε φορά με ενθαρρύνεις πολύ με τα όμορφα σχόλια σου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Αττίκ πράγματι, φαίνεται να γέννησε μία τόσο όμορφη εποχή με σπουδαίους δημιουργούς και όνειρα!!!!